βέβηλος

βέβηλος
-η, -ο (AM βέβηλος, -ον)
1. ασεβής, άπιστος
2. μιαρός, ανίερος
3. ανέντιμος, ανήθικος
αρχ.-μσν.
αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία
μσν.
(για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ' όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο επιτρέπεται να πατήσει κανείς, βατός
2. (για λόγο ή φράση) αυτός που επιτρέπεται να κοινολογηθεί, ο μη απόρρητος
3. (για φαγητό) αυτό που επιτρέπεται να καταναλωθεί, να φαγωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του βέβηλος με το βέβηκα, παρακμ. του βαίνω (πρβλ. βέβαιος) δεν είναι ικανοποιητική. Κατ' άλλη άποψη, η λ. βέβηλος, ως αρχαίος θρησκευτικός όρος, πιθ. < (φράση) *βε βηλού «μπροστά (έξω) από το κατώφλι (ενν. του ναού)», όπου το *βε «χωρίς» (πρβλ. λιθ. be «χωρίς») και βηλός «το κατώφλι» (πρβλ. λατ. profānus < pro fanum «προ του ναού, βέβηλος, ανίερος»). Ο όρος βέβηλος, επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε για χώρους που δεν ήταν ιεροί και στους οποίους επιτρεπόταν να θέσει κανείς πόδι ανίερο, δήλωνε «τον μη άβατο, τον επιτρεπόμενο». Τέλος, η λ. βέβηλος ως χαρακτηρισμός προσώπων σημαίνει «ασεβής, μη μεμυημένος, μιαρός» (Σοφοκλής, Ευριπίδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βέβηλος — allowable to be trodden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέβηλος — η, ο 1. ανίερος, ασεβής: Βέβηλοι κατέστρεψαν το παμπάλαιο τέμπλο του ναού. 2. μτφ., αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο προσβλητικό σε χώρους στους οποίους δεν ανήκει: Η λογοτεχνική βραδιά καταστράφηκε από μερικούς βέβηλους που θορυβούσαν συνεχώς.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βεβηλότερον — βέβηλος allowable to be trodden adverbial comp βέβηλος allowable to be trodden masc acc comp sg βέβηλος allowable to be trodden neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβηλοτέρων — βέβηλος allowable to be trodden fem gen comp pl βέβηλος allowable to be trodden masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβήλως — βέβηλος allowable to be trodden adverbial βέβηλος allowable to be trodden masc/fem acc pl (doric) βεβηλόω profane imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέβηλον — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem acc sg βέβηλος allowable to be trodden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβηλότερος — βέβηλος allowable to be trodden masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβήλοις — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβήλοισι — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβήλου — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut gen sg βεβηλόω profane pres imperat act 2nd sg βεβηλόω profane imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”